σαντορίνειος

σαντορίνειος
-α, -ο, Ν
όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει διαφόρους ανατομικούς σχηματισμούς τού ανθρώπινου σώματος που μελετήθηκαν από τον Ιταλό ανατόμο Σαντορίνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”